- ανέμπληστος
- -η, -ο (Α ἀνέμπληστος, -ον) [εμπίμπλημι]νεοελλ.1. αυτός που δεν χορταίνει, ο άπληστος2. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να γεμίσει με κάτιαρχ.φρ. «ἀνέμπληστον θέαμα» — θέαμα που δεν χορταίνει να το βλέπει κανείς.
Dictionary of Greek. 2013.